- συνοσφραίνω
- συνοσφραίνω,A give to smell together, Archig. ap. Gal.13.175.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνοσφραίνω — Α παρέχω για όσφρηση συγχρόνως, δίνω σε κάποιον κάτι να οσφρανθεί μαζί με άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀσφραίνω «κάνω κάποιον να μυρίσει κάτι»] … Dictionary of Greek